- πολυανάλωτος
- -ον, Α1. άσωτος, σπάταλος2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευ-ανάλωτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυανάλωτον — πολυανάλωτος prodigal masc/fem acc sg πολυανάλωτος prodigal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαναλώτοις — πολυανάλωτος prodigal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαναλώτους — πολυανάλωτος prodigal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανάλωτοι — πολυανάλωτος prodigal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)